- ανήσκιωτος
- -η, -οβλ. το ορθό ανίσκιωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον χτυπάει ο ήλιος 2. όποιος δεν έχει εφιάλτες στον ύπνο του 3. εκείνος που δεν έχει σωματικά χαρίσματα, παράστημα, ο άχαρος 4. αυτός που δεν έχει ήσκιο, δεν εμπνέει σεβασμό, ο ασήμαντος 5. (για γυναίκα)… … Dictionary of Greek